λοβιτούρα

λοβιτούρα
η
1) махинация, жульничество, мошенничество; афера; 2) воровство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λοβιτούρα" в других словарях:

  • λοβιτούρα — η 1. απάτη ή παρασκηνιακή ενέργεια που αποβλέπει στην ανάληψη κρατικής ή άλλης προμήθειας ή σε επικερδή επίλυση προσωπικής υπόθεσης ή σε παράνομο κέρδος 2. το κέρδος που πετυχαίνεται με τέτοιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. lovitură «χτύπημα»] …   Dictionary of Greek

  • λοβιτούρα — η (λ. ρουμ.), παρασκηνιακή ενέργεια για παράνομη προμήθεια, κερδοσκοπικό κόλπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοβιτουρατζής — ο αυτός που κάνει λοβιτούρες και πλουτίζει από αυτές ή τίς επιδιώκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοβιτούρα + κατάλ. τζής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»